Το αφιέρωμα, το βαλμένο στην αρχή, το χάραξε της πρώτης στιγμής ο ενθουσιασμός, όταν αισθάνθηκα το πρώτο σάλεμα του παιδιού μέσα στη Φαντασία μου. Από τότε πέρασαν εφτά χρόνια· το ποίημα, με τον καιρό, και στην ώρα του, γίνονταν ολοένα, όσο που γεννήθηκε, καθώς το παρουσιάζω τώρα. Όμως άλλος ο νους και άλλο το έργο. Τώρα το έργο, καθώς στέκεται στα παννιά για το ταξίδι του, μου φαίνεται σαν ξένο. Πιο πολύ με ανησυχούνε τα ψεγάδια που υποψιάζομαι πως θα κρύβη παρ' όσο με χαροποιούν τα καλά που θα μπορή να χη. Όλα τ' αδέρφια του τα μισοτέλειωτα κι άβγαλτ' ακόμα μου φαίνονται τώρα σαν πιο καλοΐσκιωτα. Έπειτα σα να το είχα βαρεθή· άλλα είχα βαλμένα στο δρόμο και τα δούλευα, κι ανίσως δε με παρακινούσε για το τύπωμα του Δωδεκάλογου του Γύφτου από κάποια του κομμάτια που φανήκανε στο Νουμά, ένας μεγάλος της εθνικής προκοπής και των γραμμάτων φίλος και δουλευτής, ο κύριος Α. Πάλλης, θα τον κρατούσ' ακόμα στο συρτάρι. Τώρα που πέρασε ο ενθουσιασμός, νομίζω πως μπορεί να μιλήση ο πατέρας για το παιδί του, ό, τι κι αν είναι· τι γλυκύτερο μίλημα απ' αυτό! Δε θα το κρίνω, βέβαια· μα μπορεί να ευκολύνω την κριτική των άλλων, αν υπάρχη κριτική, που θα καταδεχτή να το κοιτάξη. [...] (Από τον πρόλογο της έκδοσης)