Ο Χουι Τσου είπε στον Τσουανγκ Τσου, «Υπάρχει ένα μεγάλο δέντρο που ονομάζεται σου. Ο κορμός του είναι τόσο στραβός και γεμάτος ρόζους που δεν μπορείς να τραβήξεις γραμμές και να κόψεις σανίδες. Τα κλαριά του είναι τόσο ανώμαλα και μπλεγμένα που δεν μπορείς να τα πελεκήσεις με γνώμονα και διαβήτη. Στέκεται στην άκρη του δρόμου αλλά κανένας μαραγκός δε γυρίζει να το κοιτάξει. Έτσι είναι τα λόγια σου, μεγάλα και άχρηστα και όλος ο κόσμος συμφωνεί στο να τα απορρίπτει». Ο Τσουανγκ Τσου απάντησε, «Έτυχε ποτέ να δεις την αγριόγατα ή τη νυφίτσα να μαζεύεται καθώς παραμονεύει τη λεία της και μετά να πηδάει πάνω-κάτω, προς ανατολή και δύση, ώσπου να πιαστεί στα δίχτυα ή ν' αφήσει τα κόκκαλά της σε καμιά παγίδα; Είναι και το γιακ, το σώμα του μεγάλο σα σύννεφο του Ουρανού αλλά δεν ξέρει να πιάσει ούτε ένα ποντίκι. Υπάρχει λες, ένα μεγάλο δέντρο κι ανησυχείς γιατί είναι άχρηστο. Γιατί δεν το φυτεύεις στο χωριό Τίποτα-Πουθενά ή στο χωράφι Άπειρο-Αχανές; Εκεί θα μπορείς άνετα να σουλατσάρεις στη σκιά του ή να ξαπλώνεις από κάτω και να κοιμάσαι. Τα χτυπήματα του τσεκουριού δε θα του κόψουν τη ζωή και τίποτα δεν μπορεί να του κάνει κακό. Γιατί άραγε η αχρηστία του να σε σκοτίζει τόσο;» (ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)